- κουδούνι
- το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον)κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ' αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό ήχονεοελλ.μικρή ηχητική συσκευή που είναι μέσο διαβίβασης ηχητικών κλήσεων2. μουσ. ιδιόφωνο μεταλλικό όργανο που είναι μια μικρή καμπάνα3. στον πληθ. τα κουδούνιαμικρά σταφύλια που μένουν μετά τον τρύγο, αλλ. καμπανάρια4. φρ. α) «τού κρέμασαν κουδούνια» — τόν κατηγόρησαν, τόν δυσφήμησαν, τόν κατασυκοφάντησαν (συνήθως για ερωτική παρεκτροπή)β) «έγινα κουδούνι» ή «έγινε κουδούνι το κεφάλι μου» — ζαλίστηκα πολύγ) «χωρίς πομπή κουδούνι» — κακολογία, κατηγορία, δυσφήμηση χωρίς αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουδούνι < κωδώνιον, υποκορ. τού κώδων, με κώφωση τών δύο -ω- και απώλεια τής υποκορ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.